Ἑρμαῖς

Ἑρμαῖς
Ἑρμῆς
pillar surmounted by bust
masc dat pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερμαΐς — ἑρμαΐς, ἡ (Α) [Ερμής] (ως θηλ. τού ερμαίος) αυτή που πήρε το όνομά της από τον Ερμή («ἑρμαΐς κρήνη») …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμαίδα — Ἑρμαίς called after fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσωρεύω — ΜΑ 1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.) 2. αποθηκεύω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμ' — Ἑρμαί , Ἑρμαίς called after fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”